- θεοπτυστος
- θεόπτυστοςθεό-πτυστος2отверженный богами Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θεόπτυστος — θεόπτυστος, ον (Α) ο μισητός στους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πτυστος (πτύω), πρβλ. ά πτυστος, κατά πτυστος] … Dictionary of Greek
θεοπτύστῳ — θεόπτυστος detested by the gods masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek